σπουδαίος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σπουδαίος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σπουδαίος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σπουδαίος in singular and plural. Everything you need to know about the word σπουδαίος you have here. The definition of the word σπουδαίος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσπουδαίος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly,[1] from Ancient Greek σπουδαῖος (spoudaîos, serious, worth serious attention, initially: hasty), from σπουδή f (spoudḗ, haste). [2]

Pronunciation

  • IPA(key): /spuˈðe.os/
  • Hyphenation: σπου‧δαί‧ος

Adjective

σπουδαίος (spoudaíosm (feminine σπουδαία, neuter σπουδαίο)

  1. great, important, remarkable, great (also used ironically)
    αυτό είναι πολύ σπουδαίο νέο!aftó eínai polý spoudaío néo!this is very important news!
    Ήταν σπουδαίος άνθρωπος· σοφός, γενναίος και τίμιος.
    Ítan spoudaíos ánthropos; sofós, gennaíos kai tímios.
    He was a great man; wise, brave and honest.

Declension

Declension of σπουδαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπουδαίος (spoudaíos) σπουδαία (spoudaía) σπουδαίο (spoudaío) σπουδαίοι (spoudaíoi) σπουδαίες (spoudaíes) σπουδαία (spoudaía)
genitive σπουδαίου (spoudaíou) σπουδαίας (spoudaías) σπουδαίου (spoudaíou) σπουδαίων (spoudaíon) σπουδαίων (spoudaíon) σπουδαίων (spoudaíon)
accusative σπουδαίο (spoudaío) σπουδαία (spoudaía) σπουδαίο (spoudaío) σπουδαίους (spoudaíous) σπουδαίες (spoudaíes) σπουδαία (spoudaía)
vocative σπουδαίε (spoudaíe) σπουδαία (spoudaía) σπουδαίο (spoudaío) σπουδαίοι (spoudaíoi) σπουδαίες (spoudaíes) σπουδαία (spoudaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σπουδαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σπουδαίος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπουδαιότερος (spoudaióteros) σπουδαιότερη (spoudaióteri) σπουδαιότερο (spoudaiótero) σπουδαιότεροι (spoudaióteroi) σπουδαιότερες (spoudaióteres) σπουδαιότερα (spoudaiótera)
genitive σπουδαιότερου (spoudaióterou) σπουδαιότερης (spoudaióteris) σπουδαιότερου (spoudaióterou) σπουδαιότερων (spoudaióteron) σπουδαιότερων (spoudaióteron) σπουδαιότερων (spoudaióteron)
accusative σπουδαιότερο (spoudaiótero) σπουδαιότερη (spoudaióteri) σπουδαιότερο (spoudaiótero) σπουδαιότερους (spoudaióterous) σπουδαιότερες (spoudaióteres) σπουδαιότερα (spoudaiótera)
vocative σπουδαιότερε (spoudaiótere) σπουδαιότερη (spoudaióteri) σπουδαιότερο (spoudaiótero) σπουδαιότεροι (spoudaióteroi) σπουδαιότερες (spoudaióteres) σπουδαιότερα (spoudaiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σπουδαιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σπουδαιότατος (spoudaiótatos) σπουδαιότατη (spoudaiótati) σπουδαιότατο (spoudaiótato) σπουδαιότατοι (spoudaiótatoi) σπουδαιότατες (spoudaiótates) σπουδαιότατα (spoudaiótata)
genitive σπουδαιότατου (spoudaiótatou) σπουδαιότατης (spoudaiótatis) σπουδαιότατου (spoudaiótatou) σπουδαιότατων (spoudaiótaton) σπουδαιότατων (spoudaiótaton) σπουδαιότατων (spoudaiótaton)
accusative σπουδαιότατο (spoudaiótato) σπουδαιότατη (spoudaiótati) σπουδαιότατο (spoudaiótato) σπουδαιότατους (spoudaiótatous) σπουδαιότατες (spoudaiótates) σπουδαιότατα (spoudaiótata)
vocative σπουδαιότατε (spoudaiótate) σπουδαιότατη (spoudaiótati) σπουδαιότατο (spoudaiótato) σπουδαιότατοι (spoudaiótatoi) σπουδαιότατες (spoudaiótates) σπουδαιότατα (spoudaiótata)

Synonyms

References

  1. ^ σπουδαίος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ σπουδαίος - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre