Learnedly from the σπουδασ- stem of σπουδάζω (spoudázo) + -τήριο (-tírio), a loose calque of German Studierzimmer.[1]
σπουδαστήριο • (spoudastírio) n (plural σπουδαστήρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπουδαστήριο (spoudastírio) | σπουδαστήρια (spoudastíria) |
genitive | σπουδαστηρίου (spoudastiríou) σπουδαστήριου (spoudastíriou) |
σπουδαστηρίων (spoudastiríon) |
accusative | σπουδαστήριο (spoudastírio) | σπουδαστήρια (spoudastíria) |
vocative | σπουδαστήριο (spoudastírio) | σπουδαστήρια (spoudastíria) |