Perfect participle of στίβομαι (stívomai) (στύβομαι, passive voice of στίβω, στύβω (“I squeeze”). Spelt with -ι- (See Etymology at στύβω).
στιμμένος • (stimménos) m (feminine στιμμένη, neuter στιμμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στιμμένος • | στιμμένη • | στιμμένο • | στιμμένοι • | στιμμένες • | στιμμένα • |
genitive | στιμμένου • | στιμμένης • | στιμμένου • | στιμμένων • | στιμμένων • | στιμμένων • |
accusative | στιμμένο • | στιμμένη • | στιμμένο • | στιμμένους • | στιμμένες • | στιμμένα • |
vocative | στιμμένε • | στιμμένη • | στιμμένο • | στιμμένοι • | στιμμένες • | στιμμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στιμμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στιμμένος, etc.) |