From στρουθός (strouthós, “sparrow”) + κάμηλος (kámēlos, “camel”), from its camel-like neck.
στρουθοκᾰ́μηλος • (strouthokắmēlos) m or f (genitive στρουθοκᾰμήλου); second declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ὁ, ἡ στρουθοκᾰ́μηλος ho, hē strouthokắmēlos |
τὼ στρουθοκᾰμήλω tṑ strouthokămḗlō |
οἱ, αἱ στρουθοκᾰ́μηλοι hoi, hai strouthokắmēloi | ||||||||||
Genitive | τοῦ, τῆς στρουθοκᾰμήλου toû, tês strouthokămḗlou |
τοῖν στρουθοκᾰμήλοιν toîn strouthokămḗloin |
τῶν στρουθοκᾰμήλων tôn strouthokămḗlōn | ||||||||||
Dative | τῷ, τῇ στρουθοκᾰμήλῳ tôi, têi strouthokămḗlōi |
τοῖν στρουθοκᾰμήλοιν toîn strouthokămḗloin |
τοῖς, ταῖς στρουθοκᾰμήλοις toîs, taîs strouthokămḗlois | ||||||||||
Accusative | τὸν, τὴν στρουθοκᾰ́μηλον tòn, tḕn strouthokắmēlon |
τὼ στρουθοκᾰμήλω tṑ strouthokămḗlō |
τοὺς, τᾱ̀ς στρουθοκᾰμήλους toùs, tā̀s strouthokămḗlous | ||||||||||
Vocative | στρουθοκᾰ́μηλε strouthokắmēle |
στρουθοκᾰμήλω strouthokămḗlō |
στρουθοκᾰ́μηλοι strouthokắmēloi | ||||||||||
Notes: |
|
στρουθοκάμηλος • (strouthokámilos) f (plural στρουθοκάμηλοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρουθοκάμηλος (strouthokámilos) | στρουθοκάμηλοι (strouthokámiloi) |
genitive | στρουθοκαμήλου (strouthokamílou) | στρουθοκαμήλων (strouthokamílon) |
accusative | στρουθοκάμηλο (strouthokámilo) | στρουθοκαμήλους (strouthokamílous) |
vocative | στρουθοκάμηλε (strouthokámile) στρουθοκάμηλο (strouthokámilo) |
στρουθοκάμηλοι (strouthokámiloi) |