From Byzantine Greek συγκοινωνία (sunkoinōnía), from Ancient Greek συγκοινωνέω (sunkoinōnéō), from συγ- (sug-) + κοινωνέω (koinōnéō), ultimately from κοινός (koinós).
συγκοινωνία • (sygkoinonía) f (plural συγκοινωνίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκοινωνία (sygkoinonía) | συγκοινωνίες (sygkoinoníes) |
genitive | συγκοινωνίας (sygkoinonías) | συγκοινωνιών (sygkoinonión) |
accusative | συγκοινωνία (sygkoinonía) | συγκοινωνίες (sygkoinoníes) |
vocative | συγκοινωνία (sygkoinonía) | συγκοινωνίες (sygkoinoníes) |