συγκριτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συγκριτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συγκριτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συγκριτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συγκριτικός you have here. The definition of the word συγκριτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυγκριτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

συγκριτικός (sygkritikósm (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)

  1. (grammar) comparative
    συγκριτικός βαθμός του επιθέτου (the comparative degree of the adjective)

Declension

Declension of συγκριτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγκριτικός (sygkritikós) συγκριτική (sygkritikí) συγκριτικό (sygkritikó) συγκριτικοί (sygkritikoí) συγκριτικές (sygkritikés) συγκριτικά (sygkritiká)
genitive συγκριτικού (sygkritikoú) συγκριτικής (sygkritikís) συγκριτικού (sygkritikoú) συγκριτικών (sygkritikón) συγκριτικών (sygkritikón) συγκριτικών (sygkritikón)
accusative συγκριτικό (sygkritikó) συγκριτική (sygkritikí) συγκριτικό (sygkritikó) συγκριτικούς (sygkritikoús) συγκριτικές (sygkritikés) συγκριτικά (sygkritiká)
vocative συγκριτικέ (sygkritiké) συγκριτική (sygkritikí) συγκριτικό (sygkritikó) συγκριτικοί (sygkritikoí) συγκριτικές (sygkritikés) συγκριτικά (sygkritiká)

See also

Noun

συγκριτικός (sygkritikósm (plural συγκριτικοί)

  1. (grammar) comparative
    ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)

Declension

Declension of συγκριτικός
singular plural
nominative συγκριτικός (sygkritikós) συγκριτικοί (sygkritikoí)
genitive συγκριτικού (sygkritikoú) συγκριτικών (sygkritikón)
accusative συγκριτικό (sygkritikó) συγκριτικούς (sygkritikoús)
vocative συγκριτικέ (sygkritiké) συγκριτικοί (sygkritikoí)