υπερθετικός • (yperthetikós) m (feminine υπερθετική, neuter υπερθετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερθετικός (yperthetikós) | υπερθετική (yperthetikí) | υπερθετικό (yperthetikó) | υπερθετικοί (yperthetikoí) | υπερθετικές (yperthetikés) | υπερθετικά (yperthetiká) | |
genitive | υπερθετικού (yperthetikoú) | υπερθετικής (yperthetikís) | υπερθετικού (yperthetikoú) | υπερθετικών (yperthetikón) | υπερθετικών (yperthetikón) | υπερθετικών (yperthetikón) | |
accusative | υπερθετικό (yperthetikó) | υπερθετική (yperthetikí) | υπερθετικό (yperthetikó) | υπερθετικούς (yperthetikoús) | υπερθετικές (yperthetikés) | υπερθετικά (yperthetiká) | |
vocative | υπερθετικέ (yperthetiké) | υπερθετική (yperthetikí) | υπερθετικό (yperthetikó) | υπερθετικοί (yperthetikoí) | υπερθετικές (yperthetikés) | υπερθετικά (yperthetiká) |
υπερθετικός • (yperthetikós) m (plural υπερθετικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερθετικός (yperthetikós) | υπερθετικοί (yperthetikoí) |
genitive | υπερθετικού (yperthetikoú) | υπερθετικών (yperthetikón) |
accusative | υπερθετικό (yperthetikó) | υπερθετικούς (yperthetikoús) |
vocative | υπερθετικέ (yperthetiké) | υπερθετικοί (yperthetikoí) |