From Ancient Greek συγκροτέω, συγκροτῶ (sunkrotéō, sunkrotô). Morphologically, συγ- (“together”) + κροτώ (“make rattling strong sound”). The association of sound, from the ancient ironmaker (striking two things together). Also ancient is the figurative meaning of "creation, formation".[1]
συγκροτώ • (sygkrotó) (past συγκρότησα, passive συγκροτούμαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγκροτώ | συγκροτήσω | συγκροτούμαι | συγκροτηθώ |
2 sg | συγκροτείς | συγκροτήσεις | συγκροτείσαι | συγκροτηθείς |
3 sg | συγκροτεί | συγκροτήσει | συγκροτείται | συγκροτηθεί |
1 pl | συγκροτούμε | συγκροτήσουμε, [-ομε] | συγκροτούμαστε | συγκροτηθούμε |
2 pl | συγκροτείτε | συγκροτήσετε | συγκροτείστε | συγκροτηθείτε |
3 pl | συγκροτούν(ε) | συγκροτήσουν(ε) | συγκροτούνται | συγκροτηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συγκροτούσα | συγκρότησα | [συγκροτούμουν(α)] | συγκροτήθηκα |
2 sg | συγκροτούσες | συγκρότησες | [συγκροτούσουν(α)] | συγκροτήθηκες |
3 sg | συγκροτούσε | συγκρότησε | συγκροτούνταν, {συγκροτείτο}, {συνεκροτείτο} | συγκροτήθηκε |
1 pl | συγκροτούσαμε | συγκροτήσαμε | συγκροτούμασταν, (‑ούμαστε) | συγκροτηθήκαμε |
2 pl | συγκροτούσατε | συγκροτήσατε | [συγκροτούσασταν, (‑ούσαστε)] | συγκροτηθήκατε |
3 pl | συγκροτούσαν(ε) | συγκρότησαν, συγκροτήσαν(ε) | συγκροτούνταν, {συγκροτούντο}, {συνεκροτούντο} | συγκροτήθηκαν, συγκροτηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγκροτώ ➤ | θα συγκροτήσω ➤ | θα συγκροτούμαι ➤ | θα συγκροτηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγκροτείς, … | θα συγκροτήσεις, … | θα συγκροτείσαι, … | θα συγκροτηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγκροτήσει έχω, έχεις, … συγκροτημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγκροτηθεί είμαι, είσαι, … συγκροτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγκροτήσει είχα, είχες, … συγκροτημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συγκροτηθεί ήμουν, ήσουν, … συγκροτημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγκροτήσει θα έχω, θα έχεις, … συγκροτημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγκροτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγκροτημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | συγκρότησε | — | συγκροτήσου |
2 pl | συγκροτείτε | συγκροτήστε | συγκροτείστε | συγκροτηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγκροτώντας ➤ | συγκροτούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγκροτήσει ➤ | συγκροτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγκροτήσει | συγκροτηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||