Learned borrowing from French symbiotique. By surface analysis, συμβιωτ(ής) (symviot(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
συμβιωτικός • (symviotikós) m (feminine συμβιωτική, neuter συμβιωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμβιωτικός (symviotikós) | συμβιωτική (symviotikí) | συμβιωτικό (symviotikó) | συμβιωτικοί (symviotikoí) | συμβιωτικές (symviotikés) | συμβιωτικά (symviotiká) | |
genitive | συμβιωτικού (symviotikoú) | συμβιωτικής (symviotikís) | συμβιωτικού (symviotikoú) | συμβιωτικών (symviotikón) | συμβιωτικών (symviotikón) | συμβιωτικών (symviotikón) | |
accusative | συμβιωτικό (symviotikó) | συμβιωτική (symviotikí) | συμβιωτικό (symviotikó) | συμβιωτικούς (symviotikoús) | συμβιωτικές (symviotikés) | συμβιωτικά (symviotiká) | |
vocative | συμβιωτικέ (symviotiké) | συμβιωτική (symviotikí) | συμβιωτικό (symviotikó) | συμβιωτικοί (symviotikoí) | συμβιωτικές (symviotikés) | συμβιωτικά (symviotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμβιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμβιωτικός, etc.)