Learned borrowing from Koine Greek συμβολικός (sumbolikós) with semantic loan from French symbolique.[1] By surface analysis, σύμβολο (sýmvolo) + -ικός (-ikós).
συμβολικός • (symvolikós) m (feminine συμβολική, neuter συμβολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμβολικός (symvolikós) | συμβολική (symvolikí) | συμβολικό (symvolikó) | συμβολικοί (symvolikoí) | συμβολικές (symvolikés) | συμβολικά (symvoliká) | |
genitive | συμβολικού (symvolikoú) | συμβολικής (symvolikís) | συμβολικού (symvolikoú) | συμβολικών (symvolikón) | συμβολικών (symvolikón) | συμβολικών (symvolikón) | |
accusative | συμβολικό (symvolikó) | συμβολική (symvolikí) | συμβολικό (symvolikó) | συμβολικούς (symvolikoús) | συμβολικές (symvolikés) | συμβολικά (symvoliká) | |
vocative | συμβολικέ (symvoliké) | συμβολική (symvolikí) | συμβολικό (symvolikó) | συμβολικοί (symvolikoí) | συμβολικές (symvolikés) | συμβολικά (symvoliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμβολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμβολικός, etc.)