συμπαγής • (sympagís) m (feminine συμπαγής, neuter συμπαγές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμπαγής (sympagís) | συμπαγής (sympagís) | συμπαγές (sympagés) | συμπαγείς (sympageís) | συμπαγείς (sympageís) | συμπαγή (sympagí) | |
genitive | συμπαγούς (sympagoús) συμπαγή (sympagí) |
συμπαγούς (sympagoús) | συμπαγούς (sympagoús) | συμπαγών (sympagón) | συμπαγών (sympagón) | συμπαγών (sympagón) | |
accusative | συμπαγή (sympagí) | συμπαγή (sympagí) | συμπαγές (sympagés) | συμπαγείς (sympageís) | συμπαγείς (sympageís) | συμπαγή (sympagí) | |
vocative | συμπαγή (sympagí) συμπαγής (sympagís) |
συμπαγής (sympagís) | συμπαγές (sympagés) | συμπαγείς (sympageís) | συμπαγείς (sympageís) | συμπαγή (sympagí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπαγής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπαγής, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συμπαγέστερος", etc)
|