συμπαγής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συμπαγής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συμπαγής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συμπαγής in singular and plural. Everything you need to know about the word συμπαγής you have here. The definition of the word συμπαγής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυμπαγής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

συμπαγής (sympagísm (feminine συμπαγής, neuter συμπαγές)

  1. solid, massive
  2. solid, tubeless (tyre, tire)
  3. united (people)

Declension

Declension of συμπαγής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπαγής (sympagís) συμπαγής (sympagís) συμπαγές (sympagés) συμπαγείς (sympageís) συμπαγείς (sympageís) συμπαγή (sympagí)
genitive συμπαγούς (sympagoús)
συμπαγή (sympagí)
συμπαγούς (sympagoús) συμπαγούς (sympagoús) συμπαγών (sympagón) συμπαγών (sympagón) συμπαγών (sympagón)
accusative συμπαγή (sympagí) συμπαγή (sympagí) συμπαγές (sympagés) συμπαγείς (sympageís) συμπαγείς (sympageís) συμπαγή (sympagí)
vocative συμπαγή (sympagí)
συμπαγής (sympagís)
συμπαγής (sympagís) συμπαγές (sympagés) συμπαγείς (sympageís) συμπαγείς (sympageís) συμπαγή (sympagí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπαγής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπαγής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπαγέστερος (sympagésteros) συμπαγέστερη (sympagésteri) συμπαγέστερο (sympagéstero) συμπαγέστεροι (sympagésteroi) συμπαγέστερες (sympagésteres) συμπαγέστερα (sympagéstera)
genitive συμπαγέστερου (sympagésterou) συμπαγέστερης (sympagésteris) συμπαγέστερου (sympagésterou) συμπαγέστερων (sympagésteron) συμπαγέστερων (sympagésteron) συμπαγέστερων (sympagésteron)
accusative συμπαγέστερο (sympagéstero) συμπαγέστερη (sympagésteri) συμπαγέστερο (sympagéstero) συμπαγέστερους (sympagésterous) συμπαγέστερες (sympagésteres) συμπαγέστερα (sympagéstera)
vocative συμπαγέστερε (sympagéstere) συμπαγέστερη (sympagésteri) συμπαγέστερο (sympagéstero) συμπαγέστεροι (sympagésteroi) συμπαγέστερες (sympagésteres) συμπαγέστερα (sympagéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συμπαγέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπαγέστατος (sympagéstatos) συμπαγέστατη (sympagéstati) συμπαγέστατο (sympagéstato) συμπαγέστατοι (sympagéstatoi) συμπαγέστατες (sympagéstates) συμπαγέστατα (sympagéstata)
genitive συμπαγέστατου (sympagéstatou) συμπαγέστατης (sympagéstatis) συμπαγέστατου (sympagéstatou) συμπαγέστατων (sympagéstaton) συμπαγέστατων (sympagéstaton) συμπαγέστατων (sympagéstaton)
accusative συμπαγέστατο (sympagéstato) συμπαγέστατη (sympagéstati) συμπαγέστατο (sympagéstato) συμπαγέστατους (sympagéstatous) συμπαγέστατες (sympagéstates) συμπαγέστατα (sympagéstata)
vocative συμπαγέστατε (sympagéstate) συμπαγέστατη (sympagéstati) συμπαγέστατο (sympagéstato) συμπαγέστατοι (sympagéstatoi) συμπαγέστατες (sympagéstates) συμπαγέστατα (sympagéstata)