Perfect participle of συμπυκνώνομαι (sympyknónomai), passive voice of συμπυκνώνω (sympyknóno, “compress”).
συμπυκνωμένος • (sympyknoménos) m (feminine συμπυκνωμένη, neuter συμπυκνωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμπυκνωμένος • | συμπυκνωμένη • | συμπυκνωμένο • | συμπυκνωμένοι • | συμπυκνωμένες • | συμπυκνωμένα • |
genitive | συμπυκνωμένου • | συμπυκνωμένης • | συμπυκνωμένου • | συμπυκνωμένων • | συμπυκνωμένων • | συμπυκνωμένων • |
accusative | συμπυκνωμένο • | συμπυκνωμένη • | συμπυκνωμένο • | συμπυκνωμένους • | συμπυκνωμένες • | συμπυκνωμένα • |
vocative | συμπυκνωμένε • | συμπυκνωμένη • | συμπυκνωμένο • | συμπυκνωμένοι • | συμπυκνωμένες • | συμπυκνωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπυκνωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπυκνωμένος, etc.) |