Learned borrowing from Koine Greek συμψηφίζω (sumpsēphízō, “to factor in”), from Ancient Greek συμψηφίζω (sumpsēphízō, “to reckon together”).[1] By surface analysis, συμ- (sym-) + ψηφίζω (psifízo).
συμψηφίζω • (sympsifízo) (past συμψήφισα, passive συμψηφίζομαι, p‑past συμψηφίστηκα, ppp συμψηφισμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συμψηφίζω | συμψηφίσω | συμψηφίζομαι | συμψηφιστώ |
2 sg | συμψηφίζεις | συμψηφίσεις | συμψηφίζεσαι | συμψηφιστείς |
3 sg | συμψηφίζει | συμψηφίσει | συμψηφίζεται | συμψηφιστεί |
1 pl | συμψηφίζουμε, [‑ομε] | συμψηφίσουμε, [‑ομε] | συμψηφιζόμαστε | συμψηφιστούμε |
2 pl | συμψηφίζετε | συμψηφίσετε | συμψηφίζεστε, συμψηφιζόσαστε | συμψηφιστείτε |
3 pl | συμψηφίζουν(ε) | συμψηφίσουν(ε) | συμψηφίζονται | συμψηφιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συμψήφιζα | συμψήφισα | συμψηφιζόμουν(α) | συμψηφίστηκα |
2 sg | συμψήφιζες | συμψήφισες | συμψηφιζόσουν(α) | συμψηφίστηκες |
3 sg | συμψήφιζε | συμψήφισε | συμψηφιζόταν(ε) | συμψηφίστηκε |
1 pl | συμψηφίζαμε | συμψηφίσαμε | συμψηφιζόμασταν, (‑όμαστε) | συμψηφιστήκαμε |
2 pl | συμψηφίζατε | συμψηφίσατε | συμψηφιζόσασταν, (‑όσαστε) | συμψηφιστήκατε |
3 pl | συμψήφιζαν, συμψηφίζαν(ε) | συμψήφισαν, συμψηφίσαν(ε) | συμψηφίζονταν, (συμψηφιζόντουσαν) | συμψηφίστηκαν, συμψηφιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συμψηφίζω ➤ | θα συμψηφίσω ➤ | θα συμψηφίζομαι ➤ | θα συμψηφιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμψηφίζεις, … | θα συμψηφίσεις, … | θα συμψηφίζεσαι, … | θα συμψηφιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμψηφίσει έχω, έχεις, … συμψηφισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συμψηφιστεί είμαι, είσαι, … συμψηφισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμψηφίσει είχα, είχες, … συμψηφισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συμψηφιστεί ήμουν, ήσουν, … συμψηφισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμψηφίσει θα έχω, θα έχεις, … συμψηφισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συμψηφιστεί θα είμαι, θα είσαι, … συμψηφισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συμψήφιζε | συμψήφισε | — | συμψηφίσου |
2 pl | συμψηφίζετε | συμψηφίστε | συμψηφίζεστε | συμψηφιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συμψηφίζοντας ➤ | συμψηφιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συμψηφίσει ➤ | συμψηφισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συμψηφίσει | συμψηφιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||