συνεταιριστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συνεταιριστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συνεταιριστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συνεταιριστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συνεταιριστικός you have here. The definition of the word συνεταιριστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυνεταιριστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

συνεταιριστικός (synetairistikósm (feminine συνεταιριστική, neuter συνεταιριστικό)

  1. relating to the cooperative movement or cooperatives

Declension

Declension of συνεταιριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεταιριστικός (synetairistikós) συνεταιριστική (synetairistikí) συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστικοί (synetairistikoí) συνεταιριστικές (synetairistikés) συνεταιριστικά (synetairistiká)
genitive συνεταιριστικού (synetairistikoú) συνεταιριστικής (synetairistikís) συνεταιριστικού (synetairistikoú) συνεταιριστικών (synetairistikón) συνεταιριστικών (synetairistikón) συνεταιριστικών (synetairistikón)
accusative συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστική (synetairistikí) συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστικούς (synetairistikoús) συνεταιριστικές (synetairistikés) συνεταιριστικά (synetairistiká)
vocative συνεταιριστικέ (synetairistiké) συνεταιριστική (synetairistikí) συνεταιριστικό (synetairistikó) συνεταιριστικοί (synetairistikoí) συνεταιριστικές (synetairistikés) συνεταιριστικά (synetairistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεταιριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεταιριστικός, etc.)

Coordinate terms