συνεταιριστικός • (synetairistikós) m (feminine συνεταιριστική, neuter συνεταιριστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συνεταιριστικός (synetairistikós) | συνεταιριστική (synetairistikí) | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστικοί (synetairistikoí) | συνεταιριστικές (synetairistikés) | συνεταιριστικά (synetairistiká) | |
genitive | συνεταιριστικού (synetairistikoú) | συνεταιριστικής (synetairistikís) | συνεταιριστικού (synetairistikoú) | συνεταιριστικών (synetairistikón) | συνεταιριστικών (synetairistikón) | συνεταιριστικών (synetairistikón) | |
accusative | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστική (synetairistikí) | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστικούς (synetairistikoús) | συνεταιριστικές (synetairistikés) | συνεταιριστικά (synetairistiká) | |
vocative | συνεταιριστικέ (synetairistiké) | συνεταιριστική (synetairistikí) | συνεταιριστικό (synetairistikó) | συνεταιριστικοί (synetairistikoí) | συνεταιριστικές (synetairistikés) | συνεταιριστικά (synetairistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεταιριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεταιριστικός, etc.)