Learnedly from σύνολ(ο) (sýnol(o)) + -ικός (-ikós), a calque of French entier and en totalité.[1]
συνολικός • (synolikós) m (feminine συνολική, neuter συνολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συνολικός (synolikós) | συνολική (synolikí) | συνολικό (synolikó) | συνολικοί (synolikoí) | συνολικές (synolikés) | συνολικά (synoliká) | |
genitive | συνολικού (synolikoú) | συνολικής (synolikís) | συνολικού (synolikoú) | συνολικών (synolikón) | συνολικών (synolikón) | συνολικών (synolikón) | |
accusative | συνολικό (synolikó) | συνολική (synolikí) | συνολικό (synolikó) | συνολικούς (synolikoús) | συνολικές (synolikés) | συνολικά (synoliká) | |
vocative | συνολικέ (synoliké) | συνολική (synolikí) | συνολικό (synolikó) | συνολικοί (synolikoí) | συνολικές (synolikés) | συνολικά (synoliká) |