From συν- (syn-) + τηρώ (tiró), literally “keep together”.
συντηρώ • (syntiró) (past συντήρησα)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συντηρώ | συντηρήσω | συντηρούμαι | συντηρηθώ |
2 sg | συντηρείς | συντηρήσεις | συντηρείσαι | συντηρηθείς |
3 sg | συντηρεί | συντηρήσει | συντηρείται | συντηρηθεί |
1 pl | συντηρούμε | συντηρήσουμε, [-ομε] | συντηρούμαστε | συντηρηθούμε |
2 pl | συντηρείτε | συντηρήσετε | συντηρείστε | συντηρηθείτε |
3 pl | συντηρούν(ε) | συντηρήσουν(ε) | συντηρούνται | συντηρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συντηρούσα | συντήρησα | [συντηρούμουν(α)] | συντηρήθηκα |
2 sg | συντηρούσες | συντήρησες | [συντηρούσουν(α)] | συντηρήθηκες |
3 sg | συντηρούσε | συντήρησε | συντηρούνταν, {συντηρείτο} | συντηρήθηκε |
1 pl | συντηρούσαμε | συντηρήσαμε | συντηρούμασταν, (‑ούμαστε) | συντηρηθήκαμε |
2 pl | συντηρούσατε | συντηρήσατε | [συντηρούσασταν, (‑ούσαστε)] | συντηρηθήκατε |
3 pl | συντηρούσαν(ε) | συντήρησαν, συντηρήσαν(ε) | συντηρούνταν, {συντηρούντο} | συντηρήθηκαν, συντηρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συντηρώ ➤ | θα συντηρήσω ➤ | θα συντηρούμαι ➤ | θα συντηρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συντηρείς, … | θα συντηρήσεις, … | θα συντηρείσαι, … | θα συντηρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συντηρήσει έχω, έχεις, … συντηρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συντηρηθεί είμαι, είσαι, … συντηρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συντηρήσει είχα, είχες, … συντηρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συντηρηθεί ήμουν, ήσουν, … συντηρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συντηρήσει θα έχω, θα έχεις, … συντηρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συντηρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … συντηρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | συντήρησε | — | συντηρήσου |
2 pl | συντηρείτε | συντηρήστε | συντηρείστε | συντηρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συντηρώντας ➤ | συντηρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συντηρήσει ➤ | συντηρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συντηρήσει | συντηρηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||