συντονισμένος • (syntonisménos) m (feminine συντονισμένη, neuter συντονισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συντονισμένος (syntonisménos) | συντονισμένη (syntonisméni) | συντονισμένο (syntonisméno) | συντονισμένοι (syntonisménoi) | συντονισμένες (syntonisménes) | συντονισμένα (syntonisména) | |
genitive | συντονισμένου (syntonisménou) | συντονισμένης (syntonisménis) | συντονισμένου (syntonisménou) | συντονισμένων (syntonisménon) | συντονισμένων (syntonisménon) | συντονισμένων (syntonisménon) | |
accusative | συντονισμένο (syntonisméno) | συντονισμένη (syntonisméni) | συντονισμένο (syntonisméno) | συντονισμένους (syntonisménous) | συντονισμένες (syntonisménes) | συντονισμένα (syntonisména) | |
vocative | συντονισμένε (syntonisméne) | συντονισμένη (syntonisméni) | συντονισμένο (syntonisméno) | συντονισμένοι (syntonisménoi) | συντονισμένες (syntonisménes) | συντονισμένα (syntonisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συντονισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συντονισμένος, etc.)