συντριπτικός • (syntriptikós) m (feminine συντριπτική, neuter συντριπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συντριπτικός (syntriptikós) | συντριπτική (syntriptikí) | συντριπτικό (syntriptikó) | συντριπτικοί (syntriptikoí) | συντριπτικές (syntriptikés) | συντριπτικά (syntriptiká) | |
genitive | συντριπτικού (syntriptikoú) | συντριπτικής (syntriptikís) | συντριπτικού (syntriptikoú) | συντριπτικών (syntriptikón) | συντριπτικών (syntriptikón) | συντριπτικών (syntriptikón) | |
accusative | συντριπτικό (syntriptikó) | συντριπτική (syntriptikí) | συντριπτικό (syntriptikó) | συντριπτικούς (syntriptikoús) | συντριπτικές (syntriptikés) | συντριπτικά (syntriptiká) | |
vocative | συντριπτικέ (syntriptiké) | συντριπτική (syntriptikí) | συντριπτικό (syntriptikó) | συντριπτικοί (syntriptikoí) | συντριπτικές (syntriptikés) | συντριπτικά (syntriptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συντριπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συντριπτικός, etc.)