συντριπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συντριπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συντριπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συντριπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συντριπτικός you have here. The definition of the word συντριπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυντριπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /sin.dri.ptiˈkos/
  • Hyphenation: συν‧τρι‧πτι‧κός

Adjective

συντριπτικός (syntriptikósm (feminine συντριπτική, neuter συντριπτικό)

  1. crushing
  2. devastating
  3. overwhelming

Declension

Declension of συντριπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συντριπτικός (syntriptikós) συντριπτική (syntriptikí) συντριπτικό (syntriptikó) συντριπτικοί (syntriptikoí) συντριπτικές (syntriptikés) συντριπτικά (syntriptiká)
genitive συντριπτικού (syntriptikoú) συντριπτικής (syntriptikís) συντριπτικού (syntriptikoú) συντριπτικών (syntriptikón) συντριπτικών (syntriptikón) συντριπτικών (syntriptikón)
accusative συντριπτικό (syntriptikó) συντριπτική (syntriptikí) συντριπτικό (syntriptikó) συντριπτικούς (syntriptikoús) συντριπτικές (syntriptikés) συντριπτικά (syntriptiká)
vocative συντριπτικέ (syntriptiké) συντριπτική (syntriptikí) συντριπτικό (syntriptikó) συντριπτικοί (syntriptikoí) συντριπτικές (syntriptikés) συντριπτικά (syntriptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συντριπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συντριπτικός, etc.)