σύρμα (sýrma, “wire”) + πλέγμα (plégma, “mesh, netting”)
συρματόπλεγμα • (syrmatóplegma) n (plural συρματοπλέγματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) | συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata) |
genitive | συρματοπλέγματος (syrmatoplégmatos) | συρματοπλεγμάτων (syrmatoplegmáton) |
accusative | συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) | συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata) |
vocative | συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) | συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata) |