σύρμα (sýrma, “wire”) + σχοινί (schoiní, “rope”), calque of German Drahtseil
συρματόσχοινο • (syrmatóschoino) n (plural συρματόσχοινα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρματόσχοινο (syrmatóschoino) | συρματόσχοινα (syrmatóschoina) |
genitive | συρματοσχοίνου (syrmatoschoínou) συρματόσχοινου (syrmatóschoinou) |
συρματοσχοίνων (syrmatoschoínon) συρματόσχοινων (syrmatóschoinon) |
accusative | συρματόσχοινο (syrmatóschoino) | συρματόσχοινα (syrmatóschoina) |
vocative | συρματόσχοινο (syrmatóschoino) | συρματόσχοινα (syrmatóschoina) |