σφικτός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σφικτός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σφικτός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σφικτός in singular and plural. Everything you need to know about the word σφικτός you have here. The definition of the word σφικτός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσφικτός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

σφικτός (sfiktósm (feminine σφικτή, neuter σφικτό)

  1. Alternative spelling of σφιχτός (sfichtós)

Declension

Declension of σφικτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφικτός (sfiktós) σφικτή (sfiktí) σφικτό (sfiktó) σφικτοί (sfiktoí) σφικτές (sfiktés) σφικτά (sfiktá)
genitive σφικτού (sfiktoú) σφικτής (sfiktís) σφικτού (sfiktoú) σφικτών (sfiktón) σφικτών (sfiktón) σφικτών (sfiktón)
accusative σφικτό (sfiktó) σφικτή (sfiktí) σφικτό (sfiktó) σφικτούς (sfiktoús) σφικτές (sfiktés) σφικτά (sfiktá)
vocative σφικτέ (sfikté) σφικτή (sfiktí) σφικτό (sfiktó) σφικτοί (sfiktoí) σφικτές (sfiktés) σφικτά (sfiktá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σφικτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σφικτός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφικτότερος (sfiktóteros) σφικτότερη (sfiktóteri) σφικτότερο (sfiktótero) σφικτότεροι (sfiktóteroi) σφικτότερες (sfiktóteres) σφικτότερα (sfiktótera)
genitive σφικτότερου (sfiktóterou) σφικτότερης (sfiktóteris) σφικτότερου (sfiktóterou) σφικτότερων (sfiktóteron) σφικτότερων (sfiktóteron) σφικτότερων (sfiktóteron)
accusative σφικτότερο (sfiktótero) σφικτότερη (sfiktóteri) σφικτότερο (sfiktótero) σφικτότερους (sfiktóterous) σφικτότερες (sfiktóteres) σφικτότερα (sfiktótera)
vocative σφικτότερε (sfiktótere) σφικτότερη (sfiktóteri) σφικτότερο (sfiktótero) σφικτότεροι (sfiktóteroi) σφικτότερες (sfiktóteres) σφικτότερα (sfiktótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σφικτότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφικτότατος (sfiktótatos) σφικτότατη (sfiktótati) σφικτότατο (sfiktótato) σφικτότατοι (sfiktótatoi) σφικτότατες (sfiktótates) σφικτότατα (sfiktótata)
genitive σφικτότατου (sfiktótatou) σφικτότατης (sfiktótatis) σφικτότατου (sfiktótatou) σφικτότατων (sfiktótaton) σφικτότατων (sfiktótaton) σφικτότατων (sfiktótaton)
accusative σφικτότατο (sfiktótato) σφικτότατη (sfiktótati) σφικτότατο (sfiktótato) σφικτότατους (sfiktótatous) σφικτότατες (sfiktótates) σφικτότατα (sfiktótata)
vocative σφικτότατε (sfiktótate) σφικτότατη (sfiktótati) σφικτότατο (sfiktótato) σφικτότατοι (sfiktótatoi) σφικτότατες (sfiktótates) σφικτότατα (sfiktótata)