ταξιδιωτικός • (taxidiotikós) m (feminine ταξιδιωτική, neuter ταξιδιωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ταξιδιωτικός (taxidiotikós) | ταξιδιωτική (taxidiotikí) | ταξιδιωτικό (taxidiotikó) | ταξιδιωτικοί (taxidiotikoí) | ταξιδιωτικές (taxidiotikés) | ταξιδιωτικά (taxidiotiká) | |
genitive | ταξιδιωτικού (taxidiotikoú) | ταξιδιωτικής (taxidiotikís) | ταξιδιωτικού (taxidiotikoú) | ταξιδιωτικών (taxidiotikón) | ταξιδιωτικών (taxidiotikón) | ταξιδιωτικών (taxidiotikón) | |
accusative | ταξιδιωτικό (taxidiotikó) | ταξιδιωτική (taxidiotikí) | ταξιδιωτικό (taxidiotikó) | ταξιδιωτικούς (taxidiotikoús) | ταξιδιωτικές (taxidiotikés) | ταξιδιωτικά (taxidiotiká) | |
vocative | ταξιδιωτικέ (taxidiotiké) | ταξιδιωτική (taxidiotikí) | ταξιδιωτικό (taxidiotikó) | ταξιδιωτικοί (taxidiotikoí) | ταξιδιωτικές (taxidiotikés) | ταξιδιωτικά (taxidiotiká) |