Learned borrowing from French télescopique or English telescopic.[1] By surface analysis, τηλεσκόπιο (tileskópio) + -ικός (-ikós).
τηλεσκοπικός • (tileskopikós) m (feminine τηλεσκοπική, neuter τηλεσκοπικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τηλεσκοπικός • | τηλεσκοπική • | τηλεσκοπικό • | τηλεσκοπικοί • | τηλεσκοπικές • | τηλεσκοπικά • |
genitive | τηλεσκοπικού • | τηλεσκοπικής • | τηλεσκοπικού • | τηλεσκοπικών • | τηλεσκοπικών • | τηλεσκοπικών • |
accusative | τηλεσκοπικό • | τηλεσκοπική • | τηλεσκοπικό • | τηλεσκοπικούς • | τηλεσκοπικές • | τηλεσκοπικά • |
vocative | τηλεσκοπικέ • | τηλεσκοπική • | τηλεσκοπικό • | τηλεσκοπικοί • | τηλεσκοπικές • | τηλεσκοπικά • |