Learned borrowing from New Latin telescopium, from Ancient Greek τηλεσκόπος (tēleskópos, “far-seeing”) + -ιον (-ion), from τηλε- (tēle-, “far”) + σκοπέω, σκοπῶ (skopéō, skopô, “to look”).[1]
τηλεσκόπιο • (tileskópio) n (plural τηλεσκόπια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεσκόπιο (tileskópio) | τηλεσκόπια (tileskópia) |
genitive | τηλεσκοπίου (tileskopíou) τηλεσκόπιου (tileskópiou) |
τηλεσκοπίων (tileskopíon) |
accusative | τηλεσκόπιο (tileskópio) | τηλεσκόπια (tileskópia) |
vocative | τηλεσκόπιο (tileskópio) | τηλεσκόπια (tileskópia) |