τουρκικός • (tourkikós) m (feminine τουρκική, neuter τουρκικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τουρκικός • | τουρκική • | τουρκικό • | τουρκικοί • | τουρκικές • | τουρκικά • |
genitive | τουρκικού • | τουρκικής • | τουρκικού • | τουρκικών • | τουρκικών • | τουρκικών • |
accusative | τουρκικό • | τουρκική • | τουρκικό • | τουρκικούς • | τουρκικές • | τουρκικά • |
vocative | τουρκικέ • | τουρκική • | τουρκικό • | τουρκικοί • | τουρκικές • | τουρκικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τουρκικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τουρκικός, etc.) |