Passive perfect participle of τρομάζω (tromázo), a verb without passive forms. The ancient mediopassive participle of verb τρομέω (troméō, “tremble”) was τρομευμένος (tromeuménos).
τρομαγμένος • (tromagménos) m (feminine τρομαγμένη, neuter τρομαγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τρομαγμένος • | τρομαγμένη • | τρομαγμένο • | τρομαγμένοι • | τρομαγμένες • | τρομαγμένα • |
genitive | τρομαγμένου • | τρομαγμένης • | τρομαγμένου • | τρομαγμένων • | τρομαγμένων • | τρομαγμένων • |
accusative | τρομαγμένο • | τρομαγμένη • | τρομαγμένο • | τρομαγμένους • | τρομαγμένες • | τρομαγμένα • |
vocative | τρομαγμένε • | τρομαγμένη • | τρομαγμένο • | τρομαγμένοι • | τρομαγμένες • | τρομαγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομαγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομαγμένος, etc.) |