From τσούζω (tsoúzo, “to sting”) + -τερός (-terós).[1]
τσουχτερός • (tsouchterós) m (feminine τσουχτερή, neuter τσουχτερό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τσουχτερός (tsouchterós) | τσουχτερή (tsouchterí) | τσουχτερό (tsouchteró) | τσουχτεροί (tsouchteroí) | τσουχτερές (tsouchterés) | τσουχτερά (tsouchterá) | |
genitive | τσουχτερού (tsouchteroú) | τσουχτερής (tsouchterís) | τσουχτερού (tsouchteroú) | τσουχτερών (tsouchterón) | τσουχτερών (tsouchterón) | τσουχτερών (tsouchterón) | |
accusative | τσουχτερό (tsouchteró) | τσουχτερή (tsouchterí) | τσουχτερό (tsouchteró) | τσουχτερούς (tsouchteroús) | τσουχτερές (tsouchterés) | τσουχτερά (tsouchterá) | |
vocative | τσουχτερέ (tsouchteré) | τσουχτερή (tsouchterí) | τσουχτερό (tsouchteró) | τσουχτεροί (tsouchteroí) | τσουχτερές (tsouchterés) | τσουχτερά (tsouchterá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τσουχτερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τσουχτερός, etc.)