υγιεινός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word υγιεινός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word υγιεινός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say υγιεινός in singular and plural. Everything you need to know about the word υγιεινός you have here. The definition of the word υγιεινός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofυγιεινός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ὑγιεινός (hugieinós).

Pronunciation

  • IPA(key): /i.ʝi.iˈnos/
  • Hyphenation: υ‧γι‧ει‧νός

Adjective

υγιεινός (ygieinósm (feminine υγιεινή, neuter υγιεινό)

  1. healthy, hygienic, healthful, sanitary

Declension

Declension of υγιεινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υγιεινός (ygieinós) υγιεινή (ygieiní) υγιεινό (ygieinó) υγιεινοί (ygieinoí) υγιεινές (ygieinés) υγιεινά (ygieiná)
genitive υγιεινού (ygieinoú) υγιεινής (ygieinís) υγιεινού (ygieinoú) υγιεινών (ygieinón) υγιεινών (ygieinón) υγιεινών (ygieinón)
accusative υγιεινό (ygieinó) υγιεινή (ygieiní) υγιεινό (ygieinó) υγιεινούς (ygieinoús) υγιεινές (ygieinés) υγιεινά (ygieiná)
vocative υγιεινέ (ygieiné) υγιεινή (ygieiní) υγιεινό (ygieinó) υγιεινοί (ygieinoí) υγιεινές (ygieinés) υγιεινά (ygieiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υγιεινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υγιεινός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υγιεινότερος (ygieinóteros) υγιεινότερη (ygieinóteri) υγιεινότερο (ygieinótero) υγιεινότεροι (ygieinóteroi) υγιεινότερες (ygieinóteres) υγιεινότερα (ygieinótera)
genitive υγιεινότερου (ygieinóterou) υγιεινότερης (ygieinóteris) υγιεινότερου (ygieinóterou) υγιεινότερων (ygieinóteron) υγιεινότερων (ygieinóteron) υγιεινότερων (ygieinóteron)
accusative υγιεινότερο (ygieinótero) υγιεινότερη (ygieinóteri) υγιεινότερο (ygieinótero) υγιεινότερους (ygieinóterous) υγιεινότερες (ygieinóteres) υγιεινότερα (ygieinótera)
vocative υγιεινότερε (ygieinótere) υγιεινότερη (ygieinóteri) υγιεινότερο (ygieinótero) υγιεινότεροι (ygieinóteroi) υγιεινότερες (ygieinóteres) υγιεινότερα (ygieinótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υγιεινότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υγιεινότατος (ygieinótatos) υγιεινότατη (ygieinótati) υγιεινότατο (ygieinótato) υγιεινότατοι (ygieinótatoi) υγιεινότατες (ygieinótates) υγιεινότατα (ygieinótata)
genitive υγιεινότατου (ygieinótatou) υγιεινότατης (ygieinótatis) υγιεινότατου (ygieinótatou) υγιεινότατων (ygieinótaton) υγιεινότατων (ygieinótaton) υγιεινότατων (ygieinótaton)
accusative υγιεινότατο (ygieinótato) υγιεινότατη (ygieinótati) υγιεινότατο (ygieinótato) υγιεινότατους (ygieinótatous) υγιεινότατες (ygieinótates) υγιεινότατα (ygieinótata)
vocative υγιεινότατε (ygieinótate) υγιεινότατη (ygieinótati) υγιεινότατο (ygieinótato) υγιεινότατοι (ygieinótatoi) υγιεινότατες (ygieinótates) υγιεινότατα (ygieinótata)

Synonyms