From Ancient Greek ὑγιεινός (hugieinós).
υγιεινός • (ygieinós) m (feminine υγιεινή, neuter υγιεινό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υγιεινός • | υγιεινή • | υγιεινό • | υγιεινοί • | υγιεινές • | υγιεινά • |
genitive | υγιεινού • | υγιεινής • | υγιεινού • | υγιεινών • | υγιεινών • | υγιεινών • |
accusative | υγιεινό • | υγιεινή • | υγιεινό • | υγιεινούς • | υγιεινές • | υγιεινά • |
vocative | υγιεινέ • | υγιεινή • | υγιεινό • | υγιεινοί • | υγιεινές • | υγιεινά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υγιεινός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υγιεινός, etc.) |