Learned borrowing from French hydroélectrique. By surface analysis, υδρο- (ydro-) + ηλεκτρικός (ilektrikós).[1]
υδροηλεκτρικός • (ydroïlektrikós) m (feminine υδροηλεκτρική, neuter υδροηλεκτρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υδροηλεκτρικός (ydroïlektrikós) | υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρικοί (ydroïlektrikoí) | υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) | υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká) | |
genitive | υδροηλεκτρικού (ydroïlektrikoú) | υδροηλεκτρικής (ydroïlektrikís) | υδροηλεκτρικού (ydroïlektrikoú) | υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) | υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) | υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) | |
accusative | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρικούς (ydroïlektrikoús) | υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) | υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká) | |
vocative | υδροηλεκτρικέ (ydroïlektriké) | υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρικοί (ydroïlektrikoí) | υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) | υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká) |