υλιστικός • (ylistikós) m (feminine υλιστική, neuter υλιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υλιστικός (ylistikós) | υλιστική (ylistikí) | υλιστικό (ylistikó) | υλιστικοί (ylistikoí) | υλιστικές (ylistikés) | υλιστικά (ylistiká) | |
genitive | υλιστικού (ylistikoú) | υλιστικής (ylistikís) | υλιστικού (ylistikoú) | υλιστικών (ylistikón) | υλιστικών (ylistikón) | υλιστικών (ylistikón) | |
accusative | υλιστικό (ylistikó) | υλιστική (ylistikí) | υλιστικό (ylistikó) | υλιστικούς (ylistikoús) | υλιστικές (ylistikés) | υλιστικά (ylistiká) | |
vocative | υλιστικέ (ylistiké) | υλιστική (ylistikí) | υλιστικό (ylistikó) | υλιστικοί (ylistikoí) | υλιστικές (ylistikés) | υλιστικά (ylistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υλιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υλιστικός, etc.)