Perfect participle of υπερτιμώμαι (ypertimómai), passive voice of υπερτιμώ (ypertimó, “to overestimate”). Morphologically, υπερ- (yper-, “hyper-”) + τιμημένος (timiménos, “honoured literally: of value”).
υπερτιμημένος • (ypertimiménos) m (feminine υπερτιμημένη, neuter υπερτιμημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερτιμημένος (ypertimiménos) | υπερτιμημένη (ypertimiméni) | υπερτιμημένο (ypertimiméno) | υπερτιμημένοι (ypertimiménoi) | υπερτιμημένες (ypertimiménes) | υπερτιμημένα (ypertimiména) | |
genitive | υπερτιμημένου (ypertimiménou) | υπερτιμημένης (ypertimiménis) | υπερτιμημένου (ypertimiménou) | υπερτιμημένων (ypertimiménon) | υπερτιμημένων (ypertimiménon) | υπερτιμημένων (ypertimiménon) | |
accusative | υπερτιμημένο (ypertimiméno) | υπερτιμημένη (ypertimiméni) | υπερτιμημένο (ypertimiméno) | υπερτιμημένους (ypertimiménous) | υπερτιμημένες (ypertimiménes) | υπερτιμημένα (ypertimiména) | |
vocative | υπερτιμημένε (ypertimiméne) | υπερτιμημένη (ypertimiméni) | υπερτιμημένο (ypertimiméno) | υπερτιμημένοι (ypertimiménoi) | υπερτιμημένες (ypertimiménes) | υπερτιμημένα (ypertimiména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερτιμημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερτιμημένος, etc.)