From υπερώα (yperóa) + -ικός (-ikós). Calque of French vélaire.
υπερωικός • (yperoïkós) m (feminine υπερωική, neuter υπερωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερωικός (yperoïkós) | υπερωική (yperoïkí) | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωικοί (yperoïkoí) | υπερωικές (yperoïkés) | υπερωικά (yperoïká) | |
genitive | υπερωικού (yperoïkoú) | υπερωικής (yperoïkís) | υπερωικού (yperoïkoú) | υπερωικών (yperoïkón) | υπερωικών (yperoïkón) | υπερωικών (yperoïkón) | |
accusative | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωική (yperoïkí) | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωικούς (yperoïkoús) | υπερωικές (yperoïkés) | υπερωικά (yperoïká) | |
vocative | υπερωικέ (yperoïké) | υπερωική (yperoïkí) | υπερωικό (yperoïkó) | υπερωικοί (yperoïkoí) | υπερωικές (yperoïkés) | υπερωικά (yperoïká) |