From χείλος (cheílos) + υπερωικός (yperoïkós). Calque of French labiovélaire or English labiovelar.
χειλοϋπερωικός • (cheiloÿperoïkós) m (feminine χειλοϋπερωική, neuter χειλοϋπερωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | χειλοϋπερωικός (cheiloÿperoïkós) | χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωικοί (cheiloÿperoïkoí) | χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) | χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká) | |
genitive | χειλοϋπερωικού (cheiloÿperoïkoú) | χειλοϋπερωικής (cheiloÿperoïkís) | χειλοϋπερωικού (cheiloÿperoïkoú) | χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) | χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) | χειλοϋπερωικών (cheiloÿperoïkón) | |
accusative | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωικούς (cheiloÿperoïkoús) | χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) | χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká) | |
vocative | χειλοϋπερωικέ (cheiloÿperoïké) | χειλοϋπερωική (cheiloÿperoïkí) | χειλοϋπερωικό (cheiloÿperoïkó) | χειλοϋπερωικοί (cheiloÿperoïkoí) | χειλοϋπερωικές (cheiloÿperoïkés) | χειλοϋπερωικά (cheiloÿperoïká) |