υπολογισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word υπολογισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word υπολογισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say υπολογισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word υπολογισμένος you have here. The definition of the word υπολογισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofυπολογισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Perfect participle of υπολογίζομαι (ypologízomai), passive voice of υπολογίζω (I calculate).

Pronunciation

  • IPA(key): /i.po.lo.ʝiˈzme.nos/
  • Hyphenation: υ‧πο‧λο‧γι‧σμέ‧νος

Participle

υπολογισμένος (ypologisménosm (feminine υπολογισμένη, neuter υπολογισμένο)

  1. calculated, estimated
  2. (of measurable things)
    Όλες οι κρατικές δαπάνες είναι υπολογισμένες στον ετήσιο προϋπολογισμό.
    Óles oi kratikés dapánes eínai ypologisménes ston etísio proÿpologismó.
    All public expenses are calculated in the annual budget.
  3. (of movements, especially repetitive ones)
    Οι υπολογισμένες κινήσεις του έμπειρου χειρούργου.
    Oi ypologisménes kiníseis tou émpeirou cheiroúrgou.
    The calculated movements of the experienced surgeon.
  4. (of calculated activities, behaviours)
    Οι αποφάσεις του προέδρου ήταν καλά υπολογισμένες· επανεκλέχτηκε.
    Oi apofáseis tou proédrou ítan kalá ypologisménes; epanekléchtike.
    The president's decisions were well calculated; he was reelected.

Declension

Declension of υπολογισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπολογισμένος (ypologisménos) υπολογισμένη (ypologisméni) υπολογισμένο (ypologisméno) υπολογισμένοι (ypologisménoi) υπολογισμένες (ypologisménes) υπολογισμένα (ypologisména)
genitive υπολογισμένου (ypologisménou) υπολογισμένης (ypologisménis) υπολογισμένου (ypologisménou) υπολογισμένων (ypologisménon) υπολογισμένων (ypologisménon) υπολογισμένων (ypologisménon)
accusative υπολογισμένο (ypologisméno) υπολογισμένη (ypologisméni) υπολογισμένο (ypologisméno) υπολογισμένους (ypologisménous) υπολογισμένες (ypologisménes) υπολογισμένα (ypologisména)
vocative υπολογισμένε (ypologisméne) υπολογισμένη (ypologisméni) υπολογισμένο (ypologisméno) υπολογισμένοι (ypologisménoi) υπολογισμένες (ypologisménes) υπολογισμένα (ypologisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπολογισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπολογισμένος, etc.)

See also

  • Older spelling: ὑπολογισμένος