Perfect participle of υπολογίζομαι (ypologízomai), passive voice of υπολογίζω (“I calculate”).
υπολογισμένος • (ypologisménos) m (feminine υπολογισμένη, neuter υπολογισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπολογισμένος • | υπολογισμένη • | υπολογισμένο • | υπολογισμένοι • | υπολογισμένες • | υπολογισμένα • |
genitive | υπολογισμένου • | υπολογισμένης • | υπολογισμένου • | υπολογισμένων • | υπολογισμένων • | υπολογισμένων • |
accusative | υπολογισμένο • | υπολογισμένη • | υπολογισμένο • | υπολογισμένους • | υπολογισμένες • | υπολογισμένα • |
vocative | υπολογισμένε • | υπολογισμένη • | υπολογισμένο • | υπολογισμένοι • | υπολογισμένες • | υπολογισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπολογισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπολογισμένος, etc.) |