υποχόνδριος • (ypochóndrios) m (feminine υποχόνδρια, neuter υποχόνδριο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποχόνδριος (ypochóndrios) | υποχόνδρια (ypochóndria) | υποχόνδριο (ypochóndrio) | υποχόνδριοι (ypochóndrioi) | υποχόνδριες (ypochóndries) | υποχόνδρια (ypochóndria) | |
genitive | υποχόνδριου (ypochóndriou) | υποχόνδριας (ypochóndrias) | υποχόνδριου (ypochóndriou) | υποχόνδριων (ypochóndrion) | υποχόνδριων (ypochóndrion) | υποχόνδριων (ypochóndrion) | |
accusative | υποχόνδριο (ypochóndrio) | υποχόνδρια (ypochóndria) | υποχόνδριο (ypochóndrio) | υποχόνδριους (ypochóndrious) | υποχόνδριες (ypochóndries) | υποχόνδρια (ypochóndria) | |
vocative | υποχόνδριε (ypochóndrie) | υποχόνδρια (ypochóndria) | υποχόνδριο (ypochóndrio) | υποχόνδριοι (ypochóndrioi) | υποχόνδριες (ypochóndries) | υποχόνδρια (ypochóndria) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποχόνδριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποχόνδριος, etc.)
υποχόνδριος • (ypochóndrios) m (plural υποχόνδριοι, feminine υποχόνδρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποχόνδριος (ypochóndrios) | υποχόνδριοι (ypochóndrioi) |
genitive | υποχόνδριου (ypochóndriou) | υποχόνδριων (ypochóndrion) |
accusative | υποχόνδριο (ypochóndrio) | υποχόνδριους (ypochóndrious) |
vocative | υποχόνδριε (ypochóndrie) | υποχόνδριοι (ypochóndrioi) |