From φάλαινα (fálaina, “whale”) + κεφαλή (kefalí, “head”).
φαλαινοκέφαλος • (falainokéfalos) m (plural φαλαινοκέφαλοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαλαινοκέφαλος (falainokéfalos) | φαλαινοκέφαλοι (falainokéfaloi) |
genitive | φαλαινοκέφαλου (falainokéfalou) | φαλαινοκέφαλων (falainokéfalon) |
accusative | φαλαινοκέφαλο (falainokéfalo) | φαλαινοκέφαλους (falainokéfalous) |
vocative | φαλαινοκέφαλε (falainokéfale) | φαλαινοκέφαλοι (falainokéfaloi) |