φορητός • (foritós) m (feminine φορητή, neuter φορητό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φορητός • | φορητή • | φορητό • | φορητοί • | φορητές • | φορητά • |
genitive | φορητού • | φορητής • | φορητού • | φορητών • | φορητών • | φορητών • |
accusative | φορητό • | φορητή • | φορητό • | φορητούς • | φορητές • | φορητά • |
vocative | φορητέ • | φορητή • | φορητό • | φορητοί • | φορητές • | φορητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φορητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φορητός, etc.) |
φορητός • (foritós) m (plural φορητοί)