From Italian furioso, from Latin furiōsus.
φουριόζος • (fouriózos) m (feminine φουριόζα, neuter φουριόζο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φουριόζος (fouriózos) | φουριόζα (fourióza) | φουριόζο (fouriózo) | φουριόζοι (fouriózoi) | φουριόζες (fouriózes) | φουριόζα (fourióza) | |
genitive | φουριόζου (fouriózou) | φουριόζας (fouriózas) | φουριόζου (fouriózou) | φουριόζων (fouriózon) | φουριόζων (fouriózon) | φουριόζων (fouriózon) | |
accusative | φουριόζο (fouriózo) | φουριόζα (fourióza) | φουριόζο (fouriózo) | φουριόζους (fouriózous) | φουριόζες (fouriózes) | φουριόζα (fourióza) | |
vocative | φουριόζε (fourióze) | φουριόζα (fourióza) | φουριόζο (fouriózo) | φουριόζοι (fouriózoi) | φουριόζες (fouriózes) | φουριόζα (fourióza) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φουριόζος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φουριόζος, etc.)