Perfect participle of φυλλομετρούμαι (fyllometroúmai) and φυλλομετριέμαι (fyllometriémai), passive forms of φυλλομετρώ, φυλλομετράω (“flip through the pages of a book”) respectively.
φυλλομετρημένος • (fyllometriménos) m (feminine φυλλομετρημένη, neuter φυλλομετρημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυλλομετρημένος • | φυλλομετρημένη • | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένοι • | φυλλομετρημένες • | φυλλομετρημένα • |
genitive | φυλλομετρημένου • | φυλλομετρημένης • | φυλλομετρημένου • | φυλλομετρημένων • | φυλλομετρημένων • | φυλλομετρημένων • |
accusative | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένη • | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένους • | φυλλομετρημένες • | φυλλομετρημένα • |
vocative | φυλλομετρημένε • | φυλλομετρημένη • | φυλλομετρημένο • | φυλλομετρημένοι • | φυλλομετρημένες • | φυλλομετρημένα • |