|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
φυλλομετρώ - φυλλομετράω1
|
φυλλομετρήσω
|
φυλλομετρούμαι - φυλλομετριέμαι1
|
φυλλομετρηθώ
|
2 sg
|
φυλλομετρείς - φυλλομετράς
|
φυλλομετρήσεις
|
φυλλομετρείσαι - φυλλομετριέσαι
|
φυλλομετρηθείς
|
3 sg
|
φυλλομετρεί - φυλλομετράει
|
φυλλομετρήσει
|
φυλλομετρείται - φυλλομετριέται
|
φυλλομετρηθεί
|
|
1 pl
|
φυλλομετρούμε - φυλλομετράμε
|
φυλλομετρήσουμε, [-ομε]
|
φυλλομετρούμαστε - φυλλομετριόμαστε
|
φυλλομετρηθούμε
|
2 pl
|
φυλλομετρείτε - φυλλομετράτε
|
φυλλομετρήσετε
|
φυλλομετρείστε, {φυλλομετρείσθε} - φυλλομετριέστε, (‑ιόσαστε)
|
φυλλομετρηθείτε
|
3 pl
|
φυλλομετρούν(ε) - φυλλομετράνε, φυλλομετράν
|
φυλλομετρήσουν(ε)
|
φυλλομετρούνται - φυλλομετριούνται, (‑ιόνται)
|
φυλλομετρηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
φυλλομετρούσα - φυλλομέτραγα
|
φυλλομέτρησα
|
[φυλλομετρούμουν]2 - φυλλομετριόμουν(α)
|
φυλλομετρήθηκα
|
2 sg
|
φυλλομετρούσες - φυλλομέτραγες
|
φυλλομέτρησες
|
[φυλλομετρούσουν] - φυλλομετριόσουν(α)
|
φυλλομετρήθηκες
|
3 sg
|
φυλλομετρούσε - φυλλομέτραγε
|
φυλλομέτρησε
|
φυλλομετρούνταν -φυλλομετριόταν(ε)
|
φυλλομετρήθηκε
|
|
1 pl
|
φυλλομετρούσαμε - φυλλομετράγαμε
|
φυλλομετρήσαμε
|
φυλλομετρούμασταν, (‑ούμαστε) - φυλλομετριόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
φυλλομετρηθήκαμε
|
2 pl
|
φυλλομετρούσατε - φυλλομετράγατε
|
φυλλομετρήσατε
|
[φυλλομετρούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - φυλλομετριόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
φυλλομετρηθήκατε
|
3 pl
|
φυλλομετρούσαν(ε) - φυλλομέτραγαν, φυλλομετράγανε
|
φυλλομέτρησαν, φυλλομετρήσαν(ε)
|
φυλλομετρούνταν - φυλλομετριόνταν(ε), φυλλομετριόντουσαν, φυλλομετριούνταν
|
φυλλομετρήθηκαν, φυλλομετρηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα φυλλομετρώ - θα φυλλομετράω ➤
|
θα φυλλομετρήσω ➤
|
θα φυλλομετρούμαι - φυλλομετριέμαι ➤
|
θα φυλλομετρηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα φυλλομετρείς - φυλλομετράς, …
|
θα φυλλομετρήσεις, …
|
θα φυλλομετρείσαι - φυλλομετριέσαι, …
|
θα φυλλομετρηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … φυλλομετρήσει έχω, έχεις, … φυλλομετρημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … φυλλομετρηθεί είμαι, είσαι, … φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … φυλλομετρήσει είχα, είχες, … φυλλομετρημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … φυλλομετρηθεί ήμουν, ήσουν, … φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … φυλλομετρήσει θα έχω, θα έχεις, … φυλλομετρημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … φυλλομετρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
φυλλομέτρα, φυλλομέτραγε
|
φυλλομέτρησε, φυλλομέτρα
|
—
|
φυλλομετρήσου
|
2 pl
|
φυλλομετρείτε - φυλλομετράτε
|
φυλλομετρήστε
|
φυλλομετρείστε - φυλλομετριέστε
|
φυλλομετρηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
φυλλομετρώντας ➤
|
φυλλομετρούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας φυλλομετρήσει ➤
|
φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
φυλλομετρήσει
|
φυλλομετρηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|