From χαρτο- (charto-, “paper”) + νόμισμα (nómisma, “currency”), a calque of French papier-monnaie or English paper money.
χαρτονόμισμα • (chartonómisma) n (plural χαρτονομίσματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτονόμισμα (chartonómisma) | χαρτονομίσματα (chartonomísmata) |
genitive | χαρτονομίσματος (chartonomísmatos) | χαρτονομισμάτων (chartonomismáton) |
accusative | χαρτονόμισμα (chartonómisma) | χαρτονομίσματα (chartonomísmata) |
vocative | χαρτονόμισμα (chartonómisma) | χαρτονομίσματα (chartonomísmata) |