Passive participle of χρεωκοπώ (chreokopó, “to go bankrupt”).
χρεωκοπημένος • (chreokopiménos) m (feminine χρεωκοπημένη, neuter χρεωκοπημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρεωκοπημένος • | χρεωκοπημένη • | χρεωκοπημένο • | χρεωκοπημένοι • | χρεωκοπημένες • | χρεωκοπημένα • |
genitive | χρεωκοπημένου • | χρεωκοπημένης • | χρεωκοπημένου • | χρεωκοπημένων • | χρεωκοπημένων • | χρεωκοπημένων • |
accusative | χρεωκοπημένο • | χρεωκοπημένη • | χρεωκοπημένο • | χρεωκοπημένους • | χρεωκοπημένες • | χρεωκοπημένα • |
vocative | χρεωκοπημένε • | χρεωκοπημένη • | χρεωκοπημένο • | χρεωκοπημένοι • | χρεωκοπημένες • | χρεωκοπημένα • |