From Ancient Greek ἄδειος (ádeios). See also άδεια (ádeia, “permission; leave of absence”).
άδειος • (ádeios) m (feminine άδεια, neuter άδειο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άδειος (ádeios) | άδεια (ádeia) | άδειο (ádeio) | άδειοι (ádeioi) | άδειες (ádeies) | άδεια (ádeia) | |
genitive | άδειου (ádeiou) | άδειας (ádeias) | άδειου (ádeiou) | άδειων (ádeion) | άδειων (ádeion) | άδειων (ádeion) | |
accusative | άδειο (ádeio) | άδεια (ádeia) | άδειο (ádeio) | άδειους (ádeious) | άδειες (ádeies) | άδεια (ádeia) | |
vocative | άδειε (ádeie) | άδεια (ádeia) | άδειο (ádeio) | άδειοι (ádeioi) | άδειες (ádeies) | άδεια (ádeia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άδειος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άδειος, etc.)