άδηλος • (ádilos) m (feminine άδηλη, neuter άδηλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άδηλος (ádilos) | άδηλη (ádili) | άδηλο (ádilo) | άδηλοι (ádiloi) | άδηλες (ádiles) | άδηλα (ádila) | |
genitive | άδηλου (ádilou) | άδηλης (ádilis) | άδηλου (ádilou) | άδηλων (ádilon) | άδηλων (ádilon) | άδηλων (ádilon) | |
accusative | άδηλο (ádilo) | άδηλη (ádili) | άδηλο (ádilo) | άδηλους (ádilous) | άδηλες (ádiles) | άδηλα (ádila) | |
vocative | άδηλε (ádile) | άδηλη (ádili) | άδηλο (ádilo) | άδηλοι (ádiloi) | άδηλες (ádiles) | άδηλα (ádila) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άδηλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άδηλος, etc.)