From Ancient Greek ἔνοχος (énokhos).
ένοχος • (énochos) m (feminine ένοχη, neuter ένοχο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ένοχος • | ένοχη • | ένοχο • | ένοχοι • | ένοχες • | ένοχα • |
genitive | ένοχου • | ένοχης • | ένοχου • | ένοχων • | ένοχων • | ένοχων • |
accusative | ένοχο • | ένοχη • | ένοχο • | ένοχους • | ένοχες • | ένοχα • |
vocative | ένοχε • | ένοχη • | ένοχο • | ένοχοι • | ένοχες • | ένοχα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ένοχος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ένοχος, etc.) |
ένοχος • (énochos) m or f (plural ένοχοι)