αγνωστικός (agnostikós, “agnostic”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of English agnostic. First attested 1888.
αγνωστικιστής • (agnostikistís) m (plural αγνωστικιστές, feminine αγνωστικίστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγνωστικιστής (agnostikistís) | αγνωστικιστές (agnostikistés) |
genitive | αγνωστικιστή (agnostikistí) | αγνωστικιστών (agnostikistón) |
accusative | αγνωστικιστή (agnostikistí) | αγνωστικιστές (agnostikistés) |
vocative | αγνωστικιστή (agnostikistí) | αγνωστικιστές (agnostikistés) |