αιφνιδιαστικός • (aifnidiastikós) m (feminine αιφνιδιαστική, neuter αιφνιδιαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιφνιδιαστικός • | αιφνιδιαστική • | αιφνιδιαστικό • | αιφνιδιαστικοί • | αιφνιδιαστικές • | αιφνιδιαστικά • |
genitive | αιφνιδιαστικού • | αιφνιδιαστικής • | αιφνιδιαστικού • | αιφνιδιαστικών • | αιφνιδιαστικών • | αιφνιδιαστικών • |
accusative | αιφνιδιαστικό • | αιφνιδιαστική • | αιφνιδιαστικό • | αιφνιδιαστικούς • | αιφνιδιαστικές • | αιφνιδιαστικά • |
vocative | αιφνιδιαστικέ • | αιφνιδιαστική • | αιφνιδιαστικό • | αιφνιδιαστικοί • | αιφνιδιαστικές • | αιφνιδιαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιφνιδιαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιφνιδιαστικός, etc.) |