αμερόληπτος • (ameróliptos) m (feminine αμερόληπτη, neuter αμερόληπτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμερόληπτος (ameróliptos) | αμερόληπτη (amerólipti) | αμερόληπτο (amerólipto) | αμερόληπτοι (ameróliptoi) | αμερόληπτες (ameróliptes) | αμερόληπτα (amerólipta) | |
genitive | αμερόληπτου (ameróliptou) | αμερόληπτης (ameróliptis) | αμερόληπτου (ameróliptou) | αμερόληπτων (amerólipton) | αμερόληπτων (amerólipton) | αμερόληπτων (amerólipton) | |
accusative | αμερόληπτο (amerólipto) | αμερόληπτη (amerólipti) | αμερόληπτο (amerólipto) | αμερόληπτους (ameróliptous) | αμερόληπτες (ameróliptes) | αμερόληπτα (amerólipta) | |
vocative | αμερόληπτε (amerólipte) | αμερόληπτη (amerólipti) | αμερόληπτο (amerólipto) | αμερόληπτοι (ameróliptoi) | αμερόληπτες (ameróliptes) | αμερόληπτα (amerólipta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμερόληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμερόληπτος, etc.)