αμερόληπτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμερόληπτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμερόληπτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμερόληπτος in singular and plural. Everything you need to know about the word αμερόληπτος you have here. The definition of the word αμερόληπτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμερόληπτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αμερόληπτος (ameróliptosm (feminine αμερόληπτη, neuter αμερόληπτο)

  1. unbiased, impartial, objective, disinterested
    Synonyms: ακριβοδίκαιος (akrivodíkaios), απροσωπόληπτος (aprosopóliptos)

Declension

Declension of αμερόληπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμερόληπτος (ameróliptos) αμερόληπτη (amerólipti) αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτοι (ameróliptoi) αμερόληπτες (ameróliptes) αμερόληπτα (amerólipta)
genitive αμερόληπτου (ameróliptou) αμερόληπτης (ameróliptis) αμερόληπτου (ameróliptou) αμερόληπτων (amerólipton) αμερόληπτων (amerólipton) αμερόληπτων (amerólipton)
accusative αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτη (amerólipti) αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτους (ameróliptous) αμερόληπτες (ameróliptes) αμερόληπτα (amerólipta)
vocative αμερόληπτε (amerólipte) αμερόληπτη (amerólipti) αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτοι (ameróliptoi) αμερόληπτες (ameróliptes) αμερόληπτα (amerólipta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμερόληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμερόληπτος, etc.)