αμφισεξουαλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμφισεξουαλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμφισεξουαλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμφισεξουαλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αμφισεξουαλικός you have here. The definition of the word αμφισεξουαλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμφισεξουαλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αμφισεξουαλικός (amfisexoualikósm (feminine αμφισεξουαλική, neuter αμφισεξουαλικό)

  1. bisexual

Declension

Declension of αμφισεξουαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφισεξουαλικός (amfisexoualikós) αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλικοί (amfisexoualikoí) αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká)
genitive αμφισεξουαλικού (amfisexoualikoú) αμφισεξουαλικής (amfisexoualikís) αμφισεξουαλικού (amfisexoualikoú) αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón)
accusative αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλικούς (amfisexoualikoús) αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká)
vocative αμφισεξουαλικέ (amfisexoualiké) αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλικοί (amfisexoualikoí) αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká)

Synonyms