αμφισεξουαλικός (amfisexoualikós)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | αμφισεξουαλικός (amfisexoualikós) | αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) | αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) | αμφισεξουαλικοί (amfisexoualikoí) | αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) | αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká) |
tamlayan | αμφισεξουαλικού (amfisexoualikoú) | αμφισεξουαλικής (amfisexoualikís) | αμφισεξουαλικού (amfisexoualikoú) | αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) | αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) | αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) |
belirtme | αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) | αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) | αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) | αμφισεξουαλικούς (amfisexoualikoús) | αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) | αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká) |
seslenme | αμφισεξουαλικέ (amfisexoualiké) | αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) | αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) | αμφισεξουαλικοί (amfisexoualikoí) | αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) | αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká) |